- ποδηγετεῖ
- ποδηγετέωguidepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ποδηγετέωguidepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδηγέτης — ο, ΝΜΑ αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ ηγέτης, ιππ ηγέτης)] … Dictionary of Greek